διερμηνευτής

διερμηνευτής
1328 διερμηνευτής
{сущ., 1}
истолкователь, переводчик (1Кор. 14:28).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διερμηνευτής" в других словарях:

  • διερμηνευτής — interpreter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερμηνευτής — ο (AM διερμηνευτής) [διερμηνεύω] ερμηνευτής, εξηγητής νεοελλ. 1. διερμηνέας 2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας 3. εκκλησιαστικό αξίωμα …   Dictionary of Greek

  • διερμηνευταί — διερμηνευτής interpreter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερμηνευτοῦ — διερμηνευτής interpreter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερμηνευτῶν — διερμηνευτής interpreter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DRAGOMANNUS seu DRAGUMANNUS — DRAGOMANNUS, seu DRAGUMANNUS vox quâ medii aevii Scriptores Graecanicum vocabulum Δραγούμανος, quod Interpretem linguarum Exoticarum notat, ἑρμηνέα γλωςςῶν, Paulo dictum 1 Cor. c. 12. v. 10. efferunt; Michael Dragumanus, in Charta Rogerii Duc.… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»